τελοκεντρικός

τελοκεντρικός
-ή, -ό, Ν
βιολ. (για χρωματόσωμα) αυτό στο οποίο το κεντρομέρος ή κεντρομερίδιο, δηλαδή το σημείο στο οποίο υπάρχει η κύρια σύσφιγξη, βρίσκεται στο άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telocentric < τέλος + κεντρικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”